- ἵδρυτο
- ἵδρυτοἵ̱δρῡτο , ἱδρύωmake to sit down: plup ind mp 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἵδρυτο — ἵ̱δρῡτο , ἱδρύω make to sit down plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραμνούσιος — α, ο / ῥαμνούσιος, ία, ον, θηλ. και Ῥαμνουσίς, ίδος, και Ῥαμνουσιάς, άδος, Α [Ῥαμνοῡς, οῡντος] 1. αυτός που ανήκει στον δήμο Ραμνούντος ή κατάγεται από αυτόν 2. ως κύριο όν. ο κάτοικος τού Ραμνούντος 3. το θηλ. α) προσωνυμία τής Νεμέσεως («ἐν… … Dictionary of Greek